σιγίλιο

σιγίλιο
Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό Χριστό, ενώ στο άλλο ήταν γραμμένο το όνομα του πατριάρχη. Το σ. αφορούσε συνήθως την κύρωση των προνόμιων των πατριαρχικών και σταυροπηγιακών μοναστηριών, το αναπαλλοτρίωτο της μοναστηριακής και της εκκλησιαστικής περιουσίας γενικά και τις ενώσεις των επίσκοπων.
* * *
το / σιγίλλιον, ΝΜ, και παλ. τ. σιγίλλιο(ν) Ν, και σιγίλλιν και σιγέλλον Μ
σφραγίδα, ιδίως εκκλησιαστικής αρχής
νεοελλ.
1. συνεκδ. το εκκλησιαστικό έγγραφο στο οποίο τίθεται η παραπάνω σφραγίδα
2. (ειδικά) πατριαρχική και συνοδική επιστολή που αναφέρεται σε διάφορες εκκλησιαστικές υποθέσεις, όπως είναι η επικύρωση τών προνομίων τών πατριαρχικών και σταυροπηγιακών μοναστηρίων, το αναπαλλοτρίωτο τής μοναστηριακής περιουσίας ή οι ενώσεις επισκοπών, και η οποία ανακοινώνει στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές αρχές τις αποφάσεις τού πατριαρχείου ή τής ιεράς συνόδου
μσν.
1. σύμβαση, συνθήκη
2. διάταξη κρατικής υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sigillum «αγαλματίδιο, εκτύπωμα, ομοίωμα», υποκορ. τού signum «σημείο, σφραγίδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιγίλιο — το (λ. λατ.) 1. σφραγίδα. 2. εκκλησιαστικό έγγραφο στο οποίο έχει τεθεί αυτή η σφραγίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Aigila — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Aigilia — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Andikythira — (Αντικύθηρα) Potamos, der Inselhafen Gewässer Ionisches Meer Inselgruppe …   Deutsch Wikipedia

  • Antikythera — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Antikythira — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • σιγέλλον — τὸ, Μ βλ. σιγίλιο …   Dictionary of Greek

  • σιγγίλιο(ν) — το, Ν βλ. σιγίλιο …   Dictionary of Greek

  • σιγιλλάρια — τὰ, Α αγαλμάτια, πλαγγόνες, κούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sigillaria «αγαλματίδια, δώρα» < sigillum (πρβλ. σιγίλιο)] …   Dictionary of Greek

  • βουλοκέρι — Ουσία με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της συγκόλλησης στο χαρτί ή σε άλλες επιφάνειες, στις οποίες πέφτει σε παχύρρευστη σταγόνα, και της γρήγορης στερεοποίησης στον αέρα. Το β. είναι ένα υλικό γνωστό από τον Μεσαίωνα, που χάρη στις ιδιότητές του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”